- επιθεωρησιακός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε θεατρική επιθεώρηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιθεωρησιακός — ή, ό [επιθεώρηση] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε θεατρική επιθεώρηση … Dictionary of Greek